- τετραμηνιαίος
- -α, -οτετράμηνος, -η, -ο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τετραμηνιαίος — α, ο / τετραμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῑος, αία, ον, Μ αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῑον χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο αρχ. (για έμβρυο)… … Dictionary of Greek
τετραμηνιαίου — τετραμηνιαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμηνιαίους — τετραμηνιαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραμηναίος — αία, ον, Μ βλ. τετραμηνιαίος … Dictionary of Greek
τετραμηνιακός — ή, όν, Μ [τετράμηνος] τετραμηνιαίος … Dictionary of Greek
τετραμηνιαίαν — τετραμηνιαίᾱν , τετραμηνιαῖος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)